Βίντεο του Προέδρου της ΔΟΕ στη Διαρκή Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων

Ο Πρόεδρος της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας Ελλάδος Θανάσης Κικινής συμμετείχε στη Διαρκή Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής των Ελλήνων με θέμα “Αναβάθμιση Λυκείου- Εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση”  στις 31 Ιανουαρίου 2017.

 

ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΟΕ

Κύριε Υπουργέ, κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι βουλευτές, κύριοι εκπρόσωποι των φορέων, νομίζω ότι για να μπορέσουμε να βάλουμε σε μια σωστή βάση την κουβέντα, θα πρέπει να ξεκινήσουμε από αυτό που συμβαίνει.

Συνήθως, δεν θα ήταν αναμενόμενο, να παρίσταται η ΔΟΕ σε μια συνάντηση για την εισαγωγή στα Πανεπιστήμια και για τις τελευταίες τα λυκείου. Όμως είναι πιστεύω και της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας και -το άκουσα και χθες- σε μια πολύ ενδιαφέρουσα τοποθέτηση του κ. Παϊζη  (ΚΑΝΕΠ)  σε μια τηλεοπτική εκπομπή, «η ανάγκη της θέσπισης ενός ενιαίου παιδαγωγικού πλαισίου μέσα στο οποίο θα κινούνται όλες οι βαθμίδες της εκπαίδευσης».

Είναι ένα ζητούμενο που μπορεί να φαντάζεται σε κάποιον που το ακούει αυτονόητο, αλλά δυστυχώς δεν έχουμε καταφέρει να το κατακτήσουμε στη χώρα μας και συζητάμε για μια ακόμη φορά αντίστροφα, γιατί η κουβέντα για τις τελευταίες τάξεις λυκείου και την εισαγωγή στα πανεπιστήμια δεν είναι η κουβέντα βάσης, είναι η κουβέντα κατάληξης.

Βέβαια, υπάρχει η άποψη και την έχουμε ακούσει, ότι ούτε λίγο ούτε πολύ έχουν λυθεί τα προβλήματα στην προσχολική αγωγή, στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, δηλαδή στο νηπιαγωγείο και στο δημοτικό, ότι ο ενιαίος τύπος «ολοήμερου» που έχει θεσπιστεί με τις περσυνές υπουργικές αποφάσεις είναι η λύση στο πρόβλημα της εκπαίδευσης.

Μια εκτίμηση με την οποία όμως εμείς έχουμε πλήρη αντίθεση και τελείως διαφορετική άποψη. 7 Σεπτεμβρίου της φετινής χρονιάς, ως  διδασκαλική ομοσπονδία επιλέξαμε να δώσουμε μια συνέντευξη τύπου, όχι στην έναρξη της χρόνιας για τα κενά που γίνεται συνήθως η κουβέντα και που είναι μια υπαρκτή πραγματικότητα κάθε χρόνο, αλλά σχετικά με την ποιότητα της εκπαίδευσης, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί αυτή τη στιγμή.

Την ποιότητα της εκπαίδευσης, όπως εμείς θεωρούμε, ότι έχει υποβαθμιστεί δραστικά με βάση τις περσινές ρυθμίσεις. Ταυτόχρονα, ξεκινώντας από την 1η Φεβρουαρίου του 2016 και μέχρι τις 12 Δεκέμβριο του περασμένου χρόνου ολοκληρώσαμε ένα κύκλο εκδηλώσεων σε όλη την Ελλάδα με την ενεργό συμμετοχή όλων των εκπαιδευτικών, όλων των σχολικών μονάδων σε όποιο βαθμό αυτό ήταν δυνατόν και των τοπικών συλλόγων, που είχε να κάνει με το ποιο σχολείο βιώνουμε ως εκπαιδευτικοί, το ποιο σχολείο οραματιζόμαστε, το οποίο έδωσε πολύ χρήσιμα συμπεράσματα.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που η Διδασκαλική Ομοσπονδία έμπαινε σε μια τέτοια διαδικασία, δηλαδή Επιστημονικών Συνεδρίων. Το λέω αυτό, γιατί έγινε τις προηγούμενες μέρες πολλή κουβέντα για το δικαίωμα των εκπαιδευτικών ομοσπονδιών να συμμετέχουν σε συζητήσεις με παιδαγωγικό χαρακτήρα.

Θεωρούμε, ότι ως Διδασκαλική  Ομοσπονδία και τα αντίστοιχα η ΟΛΜΕ φυσικά έχουμε αποδείξει μέσα και από τη λειτουργία των επιστημονικών μας Ινστιτούτων, αλλά και μέσα από τη λειτουργία των επιστημονικών μας εκδηλώσεων -τελευταίες αυτές για την αξιολόγηση, αλλά και για το σχολείο που οραματιζόμαστε, το αν έχουμε παιδαγωγικό λόγο ή όχι και τι βάζουμε  στο κέντρο της κουβέντας.

Θεωρούμε, λοιπόν, ότι η βάση είναι η προσχολική αγωγή, η δίχρονη υποχρεωτική προσχολική αγωγή, από κει πρέπει να ξεκινήσουμε για να φτάσουμε στο λύκειο. Θεωρούμε ότι χρειάζεται ενιαίο 14χρονο δημόσιο υποχρεωτικό σχολείο. Αυτό είναι το πλαίσιο που χωράει όλη την κουβέντα την οποία κάνουμε και φυσικά αυτό που συζητάμε και που συζητήθηκε όλα τα χρόνια της εφαρμογής του μνημονίου, ότι δηλαδή, όλα αυτά προϋποθέτουν την εξαίρεση της εκπαίδευσης και της υγείας, λεγόταν στην αρχή των πρώτων μνημονίων, από τις επιταγές των μνημονίων. Το να περιμένουμε τι θα συμβεί τώρα, εμείς δεν το περιμένουμε τι θα συμβεί τώρα.

Ξέρουμε πολύ καλά ότι η ύπαρξη του μνημονίου συνοδεύει τη φτώχεια και στην εκπαίδευση και στην υγεία. Όμως, θεωρούμε από την άλλη, ότι η κουβέντα για τη δημόσια εκπαίδευση μπορεί να γίνει ανεξαρτήτως όλου αυτού του πλαισίου, είναι ζήτημα και πολιτικής βούλησης για το αν θα κάνουμε την παιδεία πρώτη προτεραιότητα.

Είπαμε, χρειάζεται γενίκευση της δίχρονης προσχολικής αγωγής. Δεν θα πρέπει να περιμένουμε το θαύμα, το αντίστροφο το μαύρο θαύμα της υπογεννητικότητας, να φέρει την υποχρεωτική προσχολική αγωγή, κάτι το οποίο θα γίνει μαθηματικά τα επόμενα χρόνια. Πρέπει να τη γενικεύσουμε τώρα, αλλά θα πρέπει να τη γενικεύσουμε με ένα πλαίσιο σαν και αυτό που καταργήθηκε.

Το νηπιαγωγείο είχε ένα παιδαγωγικό κόσμημα που λεγόταν ολοήμερο νηπιαγωγείο και που  μπορούσε με τις βελτιώσεις που θα γίνονταν να επεκταθεί σε όλο το σχολείο. Ήταν ένα πρότυπο για τη συμμετοχή όλων των μαθητών σε ένα ενιαίο παιδαγωγικό πρόγραμμα με χαρακτηριστικά αμιγώς παιδαγωγικά και με συνέχεια. Η κατάργησή του και η θέσπιση της απλής φύλαξης των μαθητών και στο νηπιαγωγείο και στο δημοτικό, δεν είναι προσφορά στην αναβάθμιση του δημόσιου σχολείου, είναι ακριβώς το αντίθετο.  Φυσικά, και οι ρυθμίσεις του ν. 4386/2016 για την έρευνα, στο άρθρο 35, προβλέπουν ως ελάχιστο αριθμό στα περισσότερα νηπιαγωγεία το 14, τη στιγμή που εμείς ως Ομοσπονδία, έχουμε ως ζητούμενο του μέγιστου αριθμού το 15, είναι επίσης μια βασική προβληματική κουβέντα στην όλη συζήτηση.

Το τοπίο, λοιπόν, όσον αφορά τη βάση του εκπαιδευτικού συστήματος στην πρωτοβάθμια και την προσχολική κυρίως, είναι αρνητικό. Θα είναι κρίμα να κυριαρχήσει η ίδια φιλοσοφία και στις αλλαγές που πρόκειται να γίνουν και στις επόμενες βαθμίδες. Αυτό που εμείς πιστεύουμε και το έχουμε αναδείξει με επιστημονική τεκμηρίωση, είναι η θέσπιση ενός σχολείου ολοήμερο για όλους τους μαθητές. Ένα σχολείο που θα δίνει τη δυνατότητα σε όλους, όχι να βρίσκονται απλά στο χώρο του σχολείου, γιατί δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα, ούτε να μπουν στη διαδικασία της μέριμνας των προγραμμάτων ΚΔΑΠ για να κάτσουν στο σχολείο περισσότερο, όπως ακούστηκε τελευταία, αλλά ένα ολοήμερο σχολείο που θα τους δίνει τη γνώση και θα τους δίνει και τα εφόδια για να συνεχίσουν παρακάτω και αυτό αποτυπώνεται πρακτικά, δηλαδή, η πιστοποίηση που αναφέρθηκε από τον Πρόεδρο του ΙΕΠ σε ξένες γλώσσες. Η πιστοποίηση σε ξένες γλώσσες, αλλά από την άλλη, οι ξένες γλώσσες στο ολοήμερο δημοτικό σχολείο, που τρέχει αυτή τη στιγμή γαλλικά και γερμανικά, μπήκαν στη διελκυστίνδα ποιος θα προτιμήσει ποια και ποια θα εξαφανιστεί και το μέλλον τους έγινε αβέβαιο.

Οι μαθητές, λοιπόν, πρέπει να παίρνουν τα εφόδια και να ετοιμάζονται, πρέπει αυτό που κάποτε λέγανε, «η τσάντα να μένει στο σχολείο και ο μαθητής να πηγαίνει μελετημένος για την επόμενη μέρα στο σπίτι», να συμβαίνει.

Αυτό θα είναι ένα ελκυστικό και παιδαγωγικά επαρκές σχολείο και αυτό θα σημαίνει και ελαχιστοποίηση της σχολικής διαρροής που υποτίθεται ότι είναι το μεγάλο ζητούμενο όλων μας.

Για να γίνουν όλα αυτά κατ’ εμάς, χρειάζεται ενιαίος παιδαγωγικός σχεδιασμός, όπως είπα προηγουμένως, με κέντρο τις ανάγκες των μαθητών και όχι το τι περισσεύει να διαθέσουμε στην εκπαίδευση. Αναλυτικά προγράμματα και βιβλία που θα ανταποκρίνονται στις πραγματικές επίσης ανάγκες των μαθητών και όχι στις επιδιώξεις του κάθε εκδοτικού οίκου που αναλαμβάνει τη συγγραφή τους. Περιορισμό της ύλης, σαφώς και αναπροσαρμογή του, γιατί η ύλη έχει κατέβει πάρα πολύ στο δημοτικό, έχουν κατέβει γνωστικά αντικείμενα, τα οποία δεν ανταποκρίνονται στο γνωστικό επίπεδο των μαθητών του δημοτικού, με αποτέλεσμα, να γίνεται ακόμη πιο δύσκολη  η ζωή του μαθητή μέσα στο σχολείο.

Εννοώ, ενώ αντικείμενα τα οποία θα έπρεπε να διδάσκονται π.χ. στα μαθηματικά σε επίπεδο γυμνασίου, φτάνουν και διδάσκονται στο δημοτικό. Εντός ολίγου θα αρχίσουμε να διδάσκουμε εξισώσεις στο νηπιαγωγείο απ’ ότι φαίνεται. Αυτό, όμως, χρειάζεται μια σωστή λειτουργία σ’ αυτούς που σχεδιάζουν την εκπαιδευτική πολιτική. Ο κ. Κουζέλης από το ΙΕΠ, το ξέρει πάρα πολύ καλά και είναι μια αδυναμία που αντιμετωπίζουμε όλα τα προηγούμενα χρόνια και πάνω στην οποία ήταν στηριγμένα και τα βιβλία τα οποία ζούμε αυτή τη στιγμή και που κανείς δεν έχει αξιολογήσει μια 10ετία τώρα που βρίσκονται στην εκπαίδευση.

Ο μόνος φορέας, που τα έχει αξιολογήσει με έρευνα και έχει παρουσιάσει τα συμπεράσματα της έρευνας αυτής ήταν η διδασκαλική ομοσπονδία, σε ένα συνέδριο που  έκανε το 2008 στο Καρπενήσι και παρουσίασε τα αποτελέσματα της έρευνας και τα βιβλία αυτά.

Πάνω απ’ όλα όμως, για να γίνουν όλα αυτά χρειάζεται και επαρκής χρηματοδότηση. Δεν μπορεί η παιδεία να είναι ο φτωχός συγγενής. Δεν μπορεί, εδώ και χρόνια, οι δαπάνες για τα σχολεία να είναι σταθεροποιημένες στο ίδιο επίπεδο, ενώ οι ανάγκες πολλαπλασιάζονται. Πρέπει να υπάρξει χρηματοδότηση τέτοια, που θα δώσει ώθηση στα σχολεία να πάνε παραπέρα. Χρειάζεται σταθερό περιβάλλον, που σημαίνει και εκπαιδευτικοί, οι οποίοι δεν θα βρίσκονται σε εργασιακή ανασφάλεια. Είναι αριθμός ρεκόρ οι αναπληρωτές, στην ελληνική πραγματικότητα. Είναι μια πραγματικότητα, που κανείς δεν αμφισβητεί ότι όλα αυτά τα χρόνια αποχωρούν με συνταξιοδότηση χιλιάδες εκπαιδευτικοί – περί τις 13.000 έχουν αποχωρήσει τα τελευταία χρόνια από την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, ενώ έχουν διοριστεί μόλις 300 – και η ύπαρξη του ότι όλα αυτά τα οργανικά κενά δεν καλύπτονται, δημιουργεί το πρόβλημα που τρέχουν τα κανάλια να καλύψουν στην έναρξη της κάθε χρονιάς και χάνουμε την κύρια εικόνα, που είναι η λειτουργία του σχολείου και όχι τελικά το αν τελικά θα κερδίσουμε το στοίχημα του αγιασμού, που δεν είναι το ζητούμενο.

Χρειάζονται, λοιπόν, μόνιμοι διορισμοί, όχι γιατί είναι συντεχνιακό μας αίτημα, αλλά γιατί είναι ανάγκη των μαθητών. Χρειάζονται αναπληρωτές που θα καλύπτουν λειτουργικές ανάγκες, αλλά και αυτοί με εργασιακή ασφάλεια. Οι επαφές που έχουμε με ομοσπονδίες στην Ευρώπη, δείχνουν ότι ο πιο διαδεδομένος τύπος δεν είναι αυτό που έχουμε εμείς, την απόλυση του αναπληρωτή κάθε καλοκαίρι, αλλά οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου και εάν δεν χρειάζεται κάποιος το βλέπουμε στη συνέχεια. Εδώ συμβαίνει το ακριβώς το ανάποδο. Έχουμε συναδέλφους στην ειδική αγωγή που δουλεύουν 15 χρόνια ως αναπληρωτές και κάθε χρόνο απολύονται και κάθε χρόνο προσλαμβάνονται και κάθε χρόνο μετακινούνται. Είναι ο αριθμός ρεκόρ.

Χρειάζονται οργανικές θέσεις για όλες τις ειδικότητες, που εμπλέκονται στην λειτουργία του σχολείου. Εδώ με όλη την ιστορία που έχει γίνει από το 2013 και δώθε με τις μετατάξεις, το μόνο που έχει γίνει είναι να βρίσκονται αντιμέτωποι μεταξύ τους οι εκπαιδευτικοί,  – που θα έπρεπε να βιώνουν ένα εργασιακό περιβάλλον ασφάλειας και να λειτουργούν σωστά – χωρίς οργανικές θέσεις. Κάποιοι τις έχασαν, από κάποιους τις πήραν, κατάσταση για την οποία δεν ευθύνονται οι ίδιοι και σίγουρα ευθύνεται η πολιτεία που πρέπει να αποκαταστήσει και πρέπει να γενικεύσει το ολοήμερο σχολείο, ώστε όλοι να μπουν στη θέση τους και να λειτουργήσει το σχολείο σωστά για τους μαθητές. Χρειάζεται εργασιακή ασφάλεια, χρειάζεται για το ολοήμερο σχολείο ένας σταθερός υπεύθυνος που αποδείχτηκε ότι οι αλλαγές που έγιναν την προηγούμενη χρονιά, ήταν καταστροφικές.

Χρειάζεται το ωράριο που κάνει ο κάθε συνάδελφος για να μπορεί να κάνει τη δουλειά με πραγματικό κέφι, να του αναγνωρίζεται και όχι όπως συμβαίνει φέτος με την επιτήρηση της σίτισης, οι εκπαιδευτικοί να δουλεύουν για τη δημόσια εκπαίδευση χωρίς να αμείβονται για το έργο το οποίο προσφέρουν. Χρειάζεται αντισταθμιστική αγωγή για την οποία γίνεται πάρα πολύ λόγος, αλλά δεν γίνεται δουλειά ουσίας.

Χρειάζεται ειδική αγωγή επανδρωμένη πλήρως και σωστά. Χρειάζονται τάξεις υποδοχής. Γίνεται κουβέντα για την ένταξη των μεταναστών, των προσφύγων όλα αυτά τα χρόνια, μα το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα έχει βιώσει ανάλογη πραγματικότητα σε μεγαλύτερο βαθμό, με τους μαθητές που όλα αυτά τα χρόνια έχουν έλθει από ξένες χώρες στην Ελλάδα. Οι τάξεις υποδοχής ήταν ο μοχλός μέσα από τον οποίο αντιμετωπίστηκε αυτό το ζήτημα και η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, που δεν υπάρχει σε καμία της μορφή από το 2011, παρά μόνο όταν κάνουν μόνοι τους την επιμόρφωση οι εκπαιδευτικοί με δική τους πρωτοβουλία ή σαν και αυτή που έκανε η διδασκαλική ομοσπονδία στα τελευταία δύο χρόνια, με το να κάνει επιμόρφωση σε τρεις περιφέρειες της Ελλάδας με χρήματα ΕΣΠΑ. Θα μπορούσε να το κάνει και η πολιτεία, φαντάζομαι, για τους εκπαιδευτικούς σε τομείς του ενδιαφέροντός τους.

Χρειάζονται τάξεις, ακριβώς επειδή υπάρχουν αυξημένες μαθησιακές δυσκολίες, ακριβώς επειδή υπάρχουν πάρα πολλά παιδιά από άλλες χώρες, με μικρότερο αριθμό μαθητών στα τμήματα. Δεν το λέμε εμείς, το λένε οι παιδαγωγικές μελέτες, 1 προς 15 στα νηπιαγωγεία, 1 προς 20 η αναλογία στις υπόλοιπες βαθμίδες. Χρειάζεται πρόσβαση στη γνώση για όλους τους μαθητές. Δεν λέμε να καταργηθεί το βιβλίο και να γίνουν όλες ηλεκτρονικές βιβλιοθήκες, μιλάμε και για σχολικές βιβλιοθήκες, μιλάμε και για πρόσβαση στην ηλεκτρονική γνώση. Χρειάζεται στόχευση στη γνώση και όχι στις εξετάσεις, για να φτάσουμε στο ζητούμενο.

Χρειάζεται όμως, πάνω απ’ όλα, ο εθνικός σχεδιασμός για την παιδεία. Είναι κρίμα να κάνουμε τις ίδιες κουβέντες κάθε φορά, όχι μόνο όταν αλλάζει μια κυβέρνηση, αλλά όταν αλλάζουν και οι ηγεσίες του Υπουργείου Παιδείας. Είναι κάτι το οποίο δεν τιμά τη χώρα μας. Ως διδασκαλική ομοσπονδία, επειδή πολλά λέγονται κατά καιρούς για τον στείρο λόγο, για τον ξύλινο λόγο, δεν θεωρούμε ότι αρθρώνουμε τέτοιο. Κάθε μας πρόταση, είναι τεκμηριωμένη παιδαγωγικά μέσα από έρευνες και συνεργασία με πανεπιστημιακούς δασκάλους και θεωρούμε, ότι οι προτάσεις μας μπορούν να συνεισφέρουν. Έχουμε μια μακρά ιστορία εκπαιδευτικών συνεδρίων, τόσο δικών μας όσο και με την αδελφή ομοσπονδία της Κύπρου, που έχουν δώσει θαύματα όπως το ολοήμερο σχολείο, που αυτή τη στιγμή, κατ’ εμάς έχει αποδομηθεί και είναι ανάγκη να θεσπιστεί στην σωστή βάση. Δηλαδή, στη βάση της γνώσης και όχι στη βάση του να μένει απλά μαθητής εκεί, γιατί δεν έχει να πάει κάπου αλλού που είναι τεράστιο πρόβλημα. Ευχαριστώ πολύ.

You may also like